Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης παρέπεμψε σε σχετικές ανακοινώσεις κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάζεται μια νέα μείωση των εισφορών τουλάχιστον κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2024. Σημειώνεται ότι οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν μειωθεί κατά 4,4 μονάδες και υπολείπεται ένα 6% προκειμένου να υλοποιηθεί η δέσμευση της κυβέρνησης για μείωση των εισφορών κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι να φτάσουν στο 35,56% μέχρι το 2023.
Στην περίπτωση που προχωρήσει αυτό το σχέδιο, η συνολική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα φτάσει τις 7 ποσοστιαίες μονάδες. Όπως αναφέρουν κορυφαία στελέχη του οικονομικού επιτελείου, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, καθώς οδηγεί σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, αύξηση της απασχόλησης, αλλά και αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, που αποτελεί βασικό στόχο για τη νέα κυβερνητική θητεία.
Για πρώτη φορά οι εισφορές για κύρια ασφάλιση μισθωτών στον ΕΦΚΑ μειώθηκαν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούνιο του 2020, ως έκτακτο μέτρο, για να μονιμοποιηθούν από την 1η Ιανουαρίου 2023. Η μείωση επιμερίζεται σε 1,79 ποσοστιαία μονάδα για τον εργοδότη και 1,21 για τους εργαζομένους, περιορίζοντας τη συνολική επιβάρυνσή τους. Κατά τον πρώτο χρόνο της θητείας της κυβέρνησης οι εισφορές είχαν μειωθεί κατά 0,9%, ενώ από την 1η Ιουνίου 2022 υπήρξε και μείωση κατά 0,5% στις εισφορές επικούρησης, με αποτέλεσμα πλέον η συνολική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών να ανέρχεται σε 4,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Η εκκρεμότητα του 0,6%
Σε πρώτη φάση, η κυβέρνηση επιδιώκει να προχωρήσει στην υλοποίηση της μείωσης 0,6%, ανάλογα με τις προτεραιότητες που θα θέσει και τα δημοσιονομικά περιθώρια που δημιουργούνται. Ωστόσο, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από εδώ και πέρα δεν είναι εύκολη η υπόθεση, καθώς οι δεξαμενές στις οποίες μπορεί να μπει «μαχαίρι» είναι περιορισμένες.
Σύμφωνα με τα σενάρια που βρίσκονται στο τραπέζι της κυβέρνησης, η μείωση θα μπορούσε να ισχύσει από την 1η Ιουνίου του 2023. Πρόκειται για ένα σενάριο που συνδέεται άμεσα με την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς θα βοηθούσε τις επιχειρήσεις να αντεπεξέλθουν στην αύξηση του κατώτατου μισθού, που θα τις επιβαρύνει με πρόσθετο κόστος. Συγκεκριμένα, το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 71,5 ευρώ με την εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού των 713 ευρώ. Αντίστοιχα, θα αυξηθεί περαιτέρω από τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου.
Η νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα μπορούσε να προέλθει από τον περιορισμό των εισφορών προς τρίτους και όχι από τη μείωση των εισφορών για κύρια ασφάλιση ή για επικουρική, αλλά ούτε και εκείνων υπέρ του ΕΟΠΥΥ. Έτσι, η προσφιλέστερη λύση για την επικείμενη μείωση αφορά τις εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι υπέρ της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης.
Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση θα οδηγούσε σε απώλεια εσόδων, κάτι που προκαλεί δεύτερες σκέψεις. Επιπλέον, το δημοσιονομικό κόστος είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς διαμορφώνεται κοντά στα 100 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, μια μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες εκτιμάται ότι θα έχει κόστος κοντά στα 600 εκατομμύρια ευρώ. Και σε αυτή την περίπτωση, το ερώτημα είναι από πού θα περιοριστεί η επιβάρυνση, καθώς μπαίνει απαγορευτικό σε μείωση υπέρ κλάδου σύνταξης και επικούρησης.
Η πρόταση ΟΟΣΑ
Ο ΟΟΣΑ, στην ειδική έκθεσή του για την Ελλάδα, προτείνει την απαλλαγή των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν νέες προσλήψεις από τις εργοδοτικές εισφορές, ως κίνητρο για την απασχόληση νέων, χωρίς επαγγελματική εμπειρία εργαζομένων.
Αν και η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τον μέσο εργαζόμενο χωρίς παιδιά, ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας που καταγράφηκε μεταξύ 2019 και 2021, ήταν η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μετά την Τσεχία.
Eπιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το δεύτερο τρίμηνο του 2022 η ονομαστική αύξηση του μη μισθολογικού κόστους ανά ώρα στην ευρωζώνη, σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, ήταν 3,8%. Στις περισσότερες χώρες τις ευρωζώνης υπήρξε άνοδος του μη μισθολογικού κόστους. Αντίθετα, στην Ελλάδα το ονομαστικό μη μισθολογικό κόστος ανά ώρα εργασίας μειώθηκε σημαντικά (-6,4%). Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η οποία αποδίδεται στα μέτρα μείωσης εργοδοτικών εισφορών που έχει λάβει η κυβέρνηση την τελευταία διετία, θεωρείται σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και για την αύξηση των επενδύσεων.
Την τελευταία διετία, ωστόσο, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας μειώθηκε κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε το 2021 σε 36,7%. Η πτώση προήλθε από:
- Τη μείωση του φόρου εισοδήματος κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.), ως ποσοστό του συνολικού κόστους της εργασίας.
- Την πτώση των κρατήσεων του εργαζομένου για ασφαλιστικά ταμεία κατά 1,2 π.μ.
- Τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 1,6 π.μ.
Πηγή: enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου